… του G.R., στο προηγούμενο κείμενο, Let the fuckers come)

Αγαπητέ G.R.,

Οφείλω, με πάσα ειλικρίνεια, να σας ομολογήσω ότι προβληματίστηκα αρκετά, ήδη από το πρώτο σας σχόλιο. Δεν πρόλαβα να δώσω περαιτέρω σημασία μια που, τελικά, σχεδόν αμέσως είδα σε αυτό μια πρώτης τάξης ευκαιρία (υπήρξα πάντοτε στυγνός συμφεροντολόγος, δηλαδή βλέπω μόνο αυτό που με συμφέρει· τα υπόλοιπα τα αγνοώ βολικά) να προσθέσω, ως σχόλιο πλέον, τον επίλογο τής ιστορίας. Όπως είμαι βέβαιος ότι θα έχετε ήδη μαντέψει, ο εν λόγω επίλογος αποτελούσε αρχικά μέρος τού κειμένου. Τον αφαίρεσα για κάποιο λόγο ο οποίος είναι πεντακάθαρος στο μυαλό μου, αλλά όποτε επιχειρώ να τον περιγράψω προκύπτει ένα ακατανόητο συνοθύλευμα λέξεων, άτακτα συγκολλημένο γύρω από την αινιγματική φράση CUT στην κορύφωση… Σας ήμουν ευγνώμων! Μου είχατε δώσει την ευκαιρία να σώσω τον εν λόγω επιλογίσκο από τη λήθη τής ιστορίας στην οποία ήμουν σίγουρος ότι τον είχα –αδίκως;– καταδικάσει και, ταυτόχρονα, μου είχατε υποδείξει έναν τρόπο επίλυσης παρόμοιων προβλημάτων που, εν αγνοία μου, ήμουν σίγουρος ότι παραμόνευαν ύπουλα στο μέλλον. Ήταν μια ωραία, φθινοπωρινή μέρα στην έρημο. Ο κόσμος έγερνε νωχελικά προς τη μεριά τής συγκατάβασης. Δεν υπήρχαν σκιές.

Μετά, ήρθε το δεύτερο σχόλιό σας. Και με καταρράκωσε. Τελείως.

Είμαι σίγουρος ότι δεν θα εκπλαγείτε, αν σας πω ότι διατηρώ ένα αίσθημα ευθύνης απέναντι στους πρωταγωνιστές των ιστοριών και των στιγμιοτύπων που παρουσιάζονται εδώ. Ειδικά όταν αυτοί τυγχάνουν σύντροφοι. Γνωρίζω πολύ καλά ότι ο εν λόγω όρος, εκεί που βρίσκεστε, ηχεί παράταιρος και, σχεδόν, κενός περιεχομένου, περιορισμένος πλέον να χρησιμοποιείται αποκλειστικά (και ασφυκτικά!) είτε ώς περιγραφικός τής μεταερωτικής φάσης (ό,τι και να λέμε, ο σύντροφος είναι ο νεκρός πλέον εραστής· η φράση “ερωτικός σύντροφος” ήταν ανέκαθεν μια απύθμενη τερατολογία, μια μπαρούφα), είτε ως μεταφέρων νοσταλγικούς απόηχους από περασμένα λενινιστικά μεγαλεία. Εδώ, βέβαια, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Βλέπετε, εδώ, δεν είναι (τα αγαπημένα μου) Πατήσια, εδώ είναι Δυτική Σαχάρα…

Έλεγα λοιπόν ότι, γράφοντας εδώ, διατηρώ ένα αίσθημα ευθύνης, ειδικά απέναντι σε συντρόφους. Περισσότερο, δε, όταν πρόκειται για φίλους. Όπως ο Davor. Ακόμα περισσότερο, όταν πρόκειται για καλούς φίλους.

Όπως ο Davor.

Έχω ανεβάσει, κάπου, μια φωτογραφία του, στο κείμενο όπου εξιστορούσα τα περί έκρηξης νάρκης τον περασμένο Αύγουστο (“Ματαιώστε την αποστολή και γυρίστε στο φυλάκιο…”). Η φωτογραφία εκείνη τον αδικεί. Τελείως. Τον κάνει να δείχνει ζόρικος. Σε προτρέπει σχεδόν να τον φανταστείς στην κορυφή τού τραπεζιού, σε μια σύσκεψη μαφιόζων, ενώ ανακοινώνει αδιάφορα τις αποφάσεις του, για τις αλλαγές που προτίθεται να επιφέρει στις διαδικασίες κοπής δακτύλων ή/και αφαίρεσης ονύχων, ζωγραφίζοντας τις λεπτομέρειες στον αέρα με το αριστερό του χέρι, ενώ με το δεξί χαϊδεύει στοργικά το σκυλάκι του. Ακόμα κι αν δεν είσαι κάπως επιρρεπής σε τέτοιες χαριτωμένες υπερβολές τής φαντασίας, όπως εγώ, βλέποντάς τον σε εκείνη τη φωτογραφία, μπορείς πάντοτε να τον φανταστείς τουλάχιστον μπράβο. Πορτιέρη. Το πόσο μπορεί να παραπλανήσει η εικόνα –ειδικά η ακίνητη εικόνα– το έχουν αναλύσει άλλοι, απείρως ειδικότεροι (χμμ… είναι καλό τώρα αυτό;), και το θεωρώ εντελώς άσκοπο να επανέλθω.

Ο ταγματάρχης Davor Popovic, του κροατικού στρατού, εκτός από επαγγελματίας, εργατικός, και πάντα πρόθυμος να βάλει πλάτη, είναι ένας άνθρωπος γλυκύς, πηγαία ευγενικός, με ένα ζεστό χαμόγελο που φωτίζει όλο τον κόσμο. Είναι επίσης βετεράνος τού πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Έχω ήδη αναφέρει, κάπου, ότι την ημέρα που το δεύτερο αυτοκίνητο της περιπόλου του έπεσε σε νάρκη, μας αποκάλυψε ότι έχει χάσει 16 συμπολεμιστές του στη μάχη. Έχω αποφύγει να τον ρωτήσω πόσους ανθρώπους έχει καθαρίσει. Θέμα λεπτότητας, καταλαβαίνετε…

Το πιστεύετε ή όχι (σας προτείνω το πρώτο), τη στιγμή που με έχει μόλις καταρρακώσει το σχόλιό σας, σύμπτωση δαιμονική έφερε τον Davor, αξιωματικό μου επί της υποστήριξης, στο γραφείο μου. Δεν θυμάμαι πια για ποιο λόγο. Θυμάμαι όμως ότι απέφυγα να τον κοιτάξω στα μάτια.

Στιγμιαία, ήρθε στο μυαλό μου ένα σχέδιο: να σηκωθώ πάνω και να του τα ξεράσω όλα. Φίλε, τα σκάτωσα… Τα σκάτωσα τελείως… Έγραψα ένα κείμενο όπου νόμιζα ότι έλεγα πόσο ωραία μούρη είσαι, και για εκείνον τον υπέροχα μοναδικό τρόπο που βρήκες προχτές να μου πεις “μη μασάς φίλε, κάνε αυτό που εσύ νομίζεις ότι πρέπει, και εμείς είμαστε πίσω σου”… Αλλά είμαι άχρηστος… Σε έκανα να ακούγεσαι σαν να πίνεις φραπέ στη Φωκίωνος Νέγρη (of all places…), λέγοντας πού και πού και καμιά κλαπαρχιδιά για να περάσει η ώρα… Σε ξεφτίλισα τελείως… Προτείνω να μου ρίξεις μια γροθιά στο σαγόνι, και κοίτα να είναι καλή…

Δυστυχώς, το σχέδιό μου είχε ένα βασικό μειονέκτημα: δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Davor, προτού ξαπλώσει κάτω με μια γροθιά τον φίλο και διοικητή του, έστω και έπειτα από αίτημα του ίδιου, θα ζητούσε ισχυρές, ατράνταχτες αποδείξεις, που να δικαιολογούν την πράξη. Δεν είχα καμία απολύτως αμφιβολία ότι μπορούσα να του τις παρέξω. Αλλά θα χρειαζόμουν χρόνο, αρκετό χρόνο… Όταν θα είχα τελειώσει με τις εξηγήσεις, ο Davor, είμαι σίγουρος, θα ήταν τόσο κουρασμένος, ώστε είτε δεν θα είχε καμία διάθεση πλέον να μου ρίξει γροθιά, είτε θα μου την έριχνε, αλλά δεν θα ήταν καλή.

Ενώ ο Davor έβγαινε από το γραφείο μου και με άφηνε χωρίς εναλλακτικό σχέδιο, ο κόσμος (ή η αυτοεκτίμησή μου, δηλαδή το ίδιο πράγμα) κατέρρεε… και μάλιστα με πάταγο…

Και τώρα;

Σκέφτηκα ότι ίσως προλάβαινα να επανορθώσω. Ότι μπορούσα να ξαναδουλέψω το κείμενο, να το πάω εκεί που ήθελα και όχι εκεί που το πήγα τελικά λόγω εγκληματικής ανικανότητας… Ναι, προλάβαινα… Ίσως…

Στρώθηκα στη δουλειά.

Το ότι παράτησα μια αναφορά που ετοίμαζα για τον διευθυντή επιχειρήσεων, δεν θα πρέπει, πλέον, να αποτελεί έκπληξη. Λιγότερο αναμενόμενο, ίσως, είναι το ότι άφησα στη μέση και την ημερήσια αναφορά μου προς Μαλαισία. Λιγότερο αναμενόμενο, ναι, αλλά μόνο εκ πρώτης όψεως – εδώ δεν ήταν θέμα χρόνου: για να συνεχίσεις να γράφεις σε μια γυναίκα στην άλλη άκρη του κόσμου, πρέπει να έχεις ένα στοιχειώδες εγώ. Το δικό μου βούλιαζε, ταχύτατα, ωθούμενο από μια θανάσιμη έλξη εναγκαλισμού με το μείον-άπειρο (το μηδέν ήταν ήδη πολύ πίσω μου: δεν ήμουν ανύπαρκτος – αυτό θα μπορούσα να το αντιμετωπίσω. Ήμουν καταραμένος, ήμουν βλαβερός… Για τους φίλους μου, το περιβάλλον, the humanity at large…).

Άρχισα να ξαναδιαβάζω το κείμενο. Πάλι και πάλι.

Στις 16:30 μού χτύπησαν την πόρτα. Briefing time… Πήγα στο briefing, βγήκα από το briefing, τι μου είπαν–τι τους είπα θα σας γελάσω…

Πίσω στο γραφείο. Διαβάζοντας ξανά και ξανά. Ψάχνοντας να βρω πού έχω κάνει τη μαλακία…

Στο μεταξύ, έξω, μαίνονταν αμμοθύελλες…

. . .

Ολοκληρώνοντας την τεσσαρακοστή έβδομη ανάγνωση, άκαρπη όπως όλες οι προηγούμενες, τα παράτησα…

Δεν μπορούσα να βρω τίποτα. Όσο και να το διάβαζα, το κείμενο μού φαινόταν σωστό.

Περασμένα μεσάνυχτα… Λιώμα, πλέον, και σωματικά…

Ίσως πρέπει να σταματήσω, σκέφτηκα… Να τα ξαναπιάσω αύριο…

Αλλά, φυσικά, εκείνη την ώρα, δεν φαινόταν να υπάρχει κανένα αύριο…

. . .

Θέλω να ξαπλώσω για πάντα… Ναι, αυτό είναι… Θα βγω έξω, θα περπατήσω μέχρι τους αμμόλοφους, και θα ξαπλώσω… Και, αφού δεν θα υπάρξει αύριο, δεν θα σηκωθώ. Ποτέ. No more harm done… No more Olethros…

Sounds good…

. . .

Περασμένα μεσάνυχτα. Μόνος. Εξαντλημένος. Πνευματικά θολωμένος. Ψυχικά ερείπιο.

Ευάλωτος.

Όταν μυρίζουν αίμα, λένε, έρχονται.

Και, φυσικά, ήρθαν. Όλοι.

Πρώτα ο Naves.

. . .

Hey, man… Ωραία τα κατάφερες!

Ε;

Fuckin Brazilian, man? Αυτό ήταν δικό μας, εσωτερικό. Δεν είχες δικαίωμα να το βγάλεις έξω. Αλλά δεν μπορούσες να μην το κάνεις, ε; Ακούγεται πιασάρικο, δε λέω.

Όχι, δεν… δεν…

Το κορυφαίο όμως ήταν το άλλο. Πώς το είχες γράψει, τον φαντάζομαι να ψάχνει στο ερμηνευτικό λεξικό τη λέξη ευελιξία; Wow, man! Γαμάς! Τι έκανες μετά, πήγες στον καθρέφτη και έλεγες καλά τι έγραψα ο πούστης; Πώς το σκέφτηκα; Τι γαμάτος που είμαι; Ε;

Κοίτα, εγώ…

Να κοιτάξω τι, man; Έχεις γράψει ένα σκασμό μαλακίες για μένα, και δεν βρήκες δυο γραμμές να πεις ότι ήμουν πρωταθλητής ενόπλων δυνάμεων στο τζούντο.

Δεν μου το είπες ποτέ…

Εκεί είναι το θέμα, man! Στο είπε ο Silvio. Και σου ‘κανε εντύπωση, πώς τόσους μήνες δεν είχα αναφέρει τίποτα.

Ναι… θα-

Και σου ‘κανε και κάτι άλλο εντύπωση, τότε, έτσι; Ότι ο Silvio στο καπάκι σχεδόν σου είπε hey, Christos, o Naves μου είπε ότι έχεις κάνει στο Cambridge.

Αυτό… ναι…

Thanx man! Εντύπωση το ένα, εντύπωση το άλλο, αλλά δεν έγραψες τίποτα.

Δεν… δεν πρόλαβα… θα έβρισκα-

Δεν παίζεσαι man! Θα έβρισκες my ass! Σου ήρθε η ευκαιρία, στο πιάτο, τότε που υποτίθεται με έπιασες κεφαλοκλείδωμα και άλλα χαριτωμένα. Το σκέφτηκες. Αλλά σου χάλαγε το, πώς το λες, τη συνοχή!

Ναι… όχι, θα-

Δεκάρα δεν έδινες, man. Μόνο εσύ, και οι συνοχές σου.

Δεν είναι έτσι, δεν-

Fuck you, man!

Naves, περίμενε, δεν-

Fuck you…

Naves…

. . .

Νόμιζα ότι με τον Naves τα είχα βρει σκούρα. Αλλά μετά ήρθε ο Mendez.

Κατά κάποιο τρόπο, δεν ήταν πλέον ο Santiago. Ήταν ο Mendez. Και δεν χαμογελούσε.

Ήταν τρομαχτικός.

Δεν νομίζω ότι είχα ακούσει ποτέ, κανέναν, να τον αποκαλεί Mendez.

. . .

Hey, mofo…

Τι…

Ωραίος φαίνεσαι, δε λέω.

Ε;

Ωραίος! Εγώ φεύγω, ο Waseem φεύγει, μένεις εσύ και ξαφνικά το Oum Dreyga γίνεται ομάδα και πετάει!

Δεν… δεν καταλ-

Πολύ βολικό. Άλλωστε, εκεί που τα πουλάς αυτά ποιος θα βρεθεί να σε διαψεύσει;

Δεν… δεν…

Ωραίος! Μοναδικός μάρτυρας, αφηγητής και ήρωας της ιστορίας!

Δεν είναι έτσι… δεν… εγώ…

Και το γράμμα, mofo, συγκινητικό, δε λέω.

Το… το γράμμα…

Ναι, αλλά θα μπορούσες να με ρωτήσεις εκείνο το βράδυ. Αντί να λες μισές κουβέντες, ότι μπορεί και να ήμουν κάθαρμα.

Όχι, δεν είπα-

Ξέρω τι είπες, mofo. Μην ανησυχείς, θα σε δω στην κόλαση.

Santiago… φίλε μου… τι… τι λ-

Κράτα μου θέση. Κατεβαίνεις γρήγορα. Θα φτάσεις πρώτος.

Santiago… περίμενε… δεν-

Τα λέμε mofo.

Santiago…

. . .

Πίστευα ότι, με τον Santiago, τουλάχιστον τα χειρότερα είχαν περάσει.

Και μετά ήρθε η Zetti. Και οι γυναίκες έχουν πάντα το δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο.

Ούτε καν τολμώ να υπαινιχθώ τι άκουσα.

. . .

ΟΚ. Κανείς άλλος;

Δεν μπορεί…

Κανένας…;

. . .

Τσακισμένος, διαλυμένος, έμεινα να κάθομαι και να κοιτάω στην οθόνη την αφορμή τής ολοκληρωτικής μου καταστροφής: το σχόλιό σας, αγαπητέ G.R.

Και, φυσικά, έχω παραισθήσεις…

. . .

Έχω παραισθήσεις…

Ωραία. Τερματικό στάδιο. Σε λίγο κατεβαίνω.

Το πρωί θα με βρούν στο γραφείο. Από άγνωστα αίτια, θα πουν.

Άντε να τελειώνουμε. Είμαι σε καλό δρόμο. Έχω παραισθήσεις.

Βλέπω θαυμαστικά.

Καλό κι αυτό.

Θαυμαστικά…

Βλέπω θαυμαστικά…

Ε;

. . .

Θαυμαστικά;

ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΑ;

Δεν μπορεί…

Κι όμως…

Έχει θαυμαστικά…

Στο σχόλιο… έχει θαυμαστικά…

Να με πάρει ο διάολος… ναι…

ΕΧΕΙ ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΑ…

. . .

Το πρώτο φως τής αυγής μπήκε από το παράθυρο.

Άνοιξα την πόρτα. Βγήκα έξω.

. . .

Έχει θαυμαστικά.

Δεν έκανα εγώ τη μαλακία. Εκείνος δεν κατάλαβε τίποτα.

Έχει θαυμαστικά…

. . .

Στάθηκα στο πλακόστρωτο. Ούρλιαξα στην αυγή:

ΕΧΕΙ ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΑ…

. . .

Ακούστηκε ένα αλλόκοτο, τρομαχτικό γέλιο.

Μου πάγωσε το αίμα.

Μετά, κατάλαβα πως ήτανε δικό μου.

Στο έρημο πλακόστρωτο, τα άσπρα, κουρασμένα αυτοκίνητα κούνησαν τα κεφάλια τους.

Αποφάσισα ότι ήταν επιδοκιμασία.

Ξεκλείδωσα την πύλη. Βγήκα έξω.

Περπάτησα στην έρημο.

Μετά από εφτά μήνες εδώ, επιτέλους, είδα τη γη.

Τη χαιρέτησα.

Μου χαμογέλασε.

Ο νεαρός ήλιος μάς κοίταγε.

Αφουγκράστηκα το ρυθμό τής ησυχίας.

Μετά, άρχισα να χορεύω…

* * *

Αγαπητέ G.R.,

Είμαι σίγουρος ότι έχετε ήδη ανατρέξει και διαβάσει ξανά το κείμενο, αυτή τη φορά χωρίς τα ανύπαρκτα θαυμαστικά, που τόσο βολικά φανταστήκατε στις επίμαχες ατάκες. Και επειδή, όπως δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν συνεχώς οι κατά Pynchon Mason & Dixon στο ομώνυμο μυθιστόρημα, είμαστε άνθρωποι της επιστήμης, ο πειρασμός τής πειραματικής επαλήθευσης είναι πραγματικά αμείλικτος. Θαυμαστικά υπάρχουν, όντως, αλλά μόνο εκεί που πρέπει, δηλαδή στις δύο πρώτες φράσεις τού διαλόγου: ο Davor είναι προφανώς αδύνατον να σοβαρολογεί, όταν με αποκαλεί sir καλημερίζοντάς με· παρομοίως, εγώ μόνο αστειευόμενος μπορεί να απαντάω Good morning, and fuck you too! Κάπου εκεί, τα αστεία τελειώνουν, μαζί και τα θαυμαστικά… Γνωρίζοντάς σας προσωπικά, είμαι σίγουρος ότι η εξήγησή μου δεν θα σας φανεί σε καμιά περίπτωση υπερβολική και ότι κανέναν δεν χρειάζεστε να σας πει ποιος παραμονεύει στις λεπτομέρειες.

Ειλικρινείς χαιρετισμούς

D.

ΥΓ Καταλαβαίνω ότι πιθανώς έχετε τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις σας, τόσο για την ανάγνωση όσο και για τις αντιδράσεις μου στα σχόλιά σας. Θα πρέπει να είναι ήδη προφανές ότι δεν προτίθεμαι, φυσικά, να εμπλακώ σε κανενός είδους διάλογο επί του θέματος. Ελπίζω ότι οι λόγοι αυτής τής απροθυμίας μου είναι, κυριολεκτικά, ηλίου φαεινότεροι (η εκτίμηση που τρέφω για το πρόσωπό σας θα πρέπει να είναι ήδη αρκετά τεκμηριωμένη, ώστε να μην αφήνει καμιά χαραμάδα από όπου θα μπορούσαν να γλιστρήσουν αναίτιες παρεξηγήσεις): έκανα ένα μεγάλο ταξίδι, πρώτα προς τα κάτω και μετά προς τα πάνω, του οποίου μόνο μια χλωμή σκιά μπόρεσα να μεταφέρω εδώ· μπορεί το σημείο ανάδυσης να συμπίπτει με εκείνο τής κατάδυσης, αλλά, φυσικά, εγώ δεν είμαι πια ο ίδιος. Τα πάντα πλέον έχουν αρχίσει να μου μιλάνε. Από τη νέα μου θέση (διαφορετικός άνθρωπος στο ίδιο σημείο, σημαίνει, τελικά, διαφορετικό σημείο), τις όποιες πιθανές ενστάσεις σας δεν θα μπορέσω καν να τις ακούσω. Ήδη, ο ντόρος που έγινε για δυο θαυμαστικά μου φαίνεται εντελώς αδιανόητος… και, για πρώτη φορά στη ζωή μου, με πιάνω να αναρωτιέμαι αν όντως η Έφεσος είχε ποτάμια…

Ομολογώ ότι δεν μπόρεσα ποτέ να συμμεριστώ την ανυποληψία με την οποία περιβάλλει ο κόσμος τις κυκλικές κινήσεις (“Τζίφος… κάναμε έναν κύκλο και επιστρέψαμε στο ίδιο σημείο…”). Ως ελάχιστο φόρο τιμής, ας μου επιτραπεί να κάνω μια αδέξια και βεβιασμένη προσπάθεια να κλείσω –επιτέλους!– τον συγκεκριμένο κύκλο, επιστρέφοντας –πού αλλού;– παρά στο σχόλιό σου (πληθυντικέ, καλέ μου φίλε, σε αφήνω εδώ… ευχαριστώ για την παρέα), αγαπητέ G.R.:

Αν και τότε δεν ήταν καθόλου προφανές, αυτοί που με βρήκαν μπόσικο και μου την έπεσαν ζόρικα εκείνο το βράδυ δεν ήταν, βέβαια, ούτε ο Naves, ούτε o Santiago, ούτε, πολύ περισσότερο, η Zetti… Τώρα πια τους ξέρω – και δεν εννοώ τις φάτσες τους, γιατί φάτσες αλλάζουν. Την επόμενη φορά που θα τους πετύχω, θα πέσει πολύ ξύλο. Και, στο υπόσχομαι φίλε, όταν τελειώσω μαζί τους, θα έχουνε να λένε: «Φάγαμε… αλλά μας έριξε κιόλας…». Καμπανάκια και μαλακίες κομμένα…